- βρόγχου
- βρόγκοςmasc gen sgβρόγχοςtracheamasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού … Dictionary of Greek
βρογχοπλαστική — η αντικατάσταση τμήματος βρόγχου με πλαστική εγχείρηση … Dictionary of Greek
βρογχοστένωση — η στένωση του αυλού κάποιου βρόγχου … Dictionary of Greek
βρογχοτομία — η χειρουργική διάνοιξη βρόγχου … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek